- σιδηρόχρωμος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλό-χρωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
σιδηρόβαφος — ον, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρό βαφος] … Dictionary of Greek
σιδηρόχρους — ουν, Ν (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ὑαλό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
γουερέτζας — Πίθηκος της οικογένειας των κολοβιδών. Χαρακτηρίζεται από το μακρύ και απαλό τρίχωμά του, μαύρο ή λευκό, ιδιαίτερα άφθονο στις πλευρές και στην ουρά. Άλλοτε ήταν πολύ διαδεδομένος, κυρίως στην Αιθιοπία, σήμερα όμως συναντάται αραιότερα, γιατί το… … Dictionary of Greek